- κβαντισμένος
- -η, -οφυσ. όρος που χρησιμοποιείται στην κβαντομηχανική για να χαρακτηρίσει κάθε φυσικό μέγεθος το οποίο αποκτά αριθμητικές τιμές που είναι ακέραια πολλαπλάσια ορισμένης στοιχειώδους τιμής.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. quantized < quantize (< quantum + -ize].
Dictionary of Greek. 2013.